αναλώσιμος

αναλώσιμος
-η, -ο (Μ ἀναλώσιμος, -ον) [ἀναλῶ Ι]
νεοελλ.
αυτός που ξοδεύεται, που μπορεί να ξοδευτεί
μσν.
αυτός που μπορεί να καταργηθεί ή να αλλάξει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναλίσκω — (Α ἀναλίσκω και ἀναλῶ, όω, Ν και αναλώνω) 1. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω 2. ξοδεύω αλόγιστα, κατασπαταλώ 3. φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά (στα αρχ. μόνο στην παθ.) αρχ. 1. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω 2. παθ. (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”